Ο βράχος και το κύμα
"Μέριασε βράχε να διαβώ!" το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γυαλού θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, που 'πε τώρα,
βράχε, θα πέσης, έφτασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
και σω 'γλυφα και σω 'πλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ' εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να δει την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ' εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ' έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στην άμμο.
Σκύψε να ιδής τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελα σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήση στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου