Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Ο αγώνας των Συμβασιούχων συνεχίζεται σε Ελλάδα και Ευρώπη

Δόθηκαν στη δημοσιότητα (4.12.08) οι πολυαναμενόμενες «Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως» (Εισήγηση) στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) αναφορικά με την κρίσιμη για τους Έλληνες Συμβασιούχους εκδίκαση των Προδικαστικών ερωτημάτων που απεύθυνε σε αυτό το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου.

Επιχειρώντας μια αντικειμενική παρουσίαση του κειμένου, πρέπει να σταθούμε στα θετικά και ελπιδοφόρα σημεία του που ενθαρρύνουν –αν υιοθετηθούν από την τελική Απόφαση του Δικαστηρίου που αναμένεται εντός των προσεχών μηνών- τον Έλληνα Δικαστή να προσφέρει την μέγιστη δυνατή προστασία στους Συμβασιούχους, των οποίων τις υποθέσεις εργασιακής τακτοποίησης θα κρίνει ενώπιον του. Αξίζει να αναφέρουμε τα σημεία αυτά:

«Τα εθνικά δικαστήρια, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την Οδηγία, είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η Οδηγία 1999/70 και να εξαλείφουν τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Συναφώς τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξαντλούν κάθε περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχει το εθνικό δίκαιο».

Και αναφέρεται στην προστασία του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 που αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το θεμέλιο λίθο στον οποίο στηριζόταν τα Ελληνικά Δικαστήρια για να δικαιώσουν τους Συμβασιούχους εργαζόμενους (είτε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, είτε μετά την απόλυσή τους - μη ανανέωση των συμβάσεών τους) που προσέφευγαν ενώπιον τους.

«Τα κράτη μέλη πάντως είναι οπωσδήποτε υποχρεωμένα να θεσπίζουν και να διατηρούν σε ισχύ αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις καταχρήσεων. Το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης χειροτέρευσης κατά τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία των εργαζομένων από καταχρήσεις που προκαλούνται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου. Η εθνική ρύθμιση που καταργεί ή αποδυναμώνει ένα ειδικό απλώς μέτρο προστασίας των εργαζομένων δεν εμπίπτει στην απαγόρευση που επιβάλλει η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, εκτός αν υποβαθμίζει το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου».

Παρά την ελπίδα όμως που δημιουργούν τα πιο πάνω αποσπάσματα από τα Συμπεράσματα του κειμένου της Γενικής Εισαγγελέως δεν πρέπει να οδηγήσουν σε υποτίμηση των διαπιστώσεων που επιχειρούν να δώσουν συγχωροχάρτι στην προσπάθεια του Ελληνικού Δημοσίου να κλείσει άπαξ δια παντός το ζήτημα με τη θέσπιση του Π.Δ. 164/2004 για το Δημόσιο τομέα και τα Ν.Π.Δ.Δ., ενός Διατάγματος εφάπαξ εφαρμογής του οποίου η προθεσμία εφαρμογής έληξε ανεπιστρεπτί κατά τους εμπνευστές του και το οποίο επιχείρησε να δώσει άλλοθι τόσο στην αδράνεια ενσωμάτωσης της Οδηγίας από όλες τις Κυβερνήσεις (προηγούμενες και σημερινή) όσο και να αποθαρρύνει τους χιλιάδες συμβασιούχους που έμειναν εξαιτίας του εκτός νυμφώνος- γιατί δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό τους οι αυστηρότατες χρονικές προϋποθέσεις που έθετε - από κάθε μελλοντική νομική αλλά και συνδικαλιστική διεκδίκηση της εργασιακής τους τακτοποίησης.

Είναι χαρακτηριστικό του πολιτικού παρασκηνίου της σημαντικής αυτής δίκης ότι κατά την συζήτηση της στο Δ.Ε.Κ. ασκήσανε παρέμβαση υπέρ των θέσεων του Ελληνικού Δημοσίου τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) όσο και το Ιταλικό Δημόσιο, ανάγλυφα δε παρουσιάζονται δυστυχώς και οι δικές τους θέσεις στις Προτάσεις της Εισαγγελέα : «Δεν αντιβαίνει στη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου η εθνική ρύθμιση που απαγορεύει τη μετατροπή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου στον δημόσιο τομέα, εκτός αν η εθνική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον οικείο τομέα και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική αυτή χρησιμοποίηση».

Πρόκειται επομένως για μία δύσκολη δικαστική αντιπαράθεση στην οποία συγκρούονται τα επιχειρήματα των χιλιάδων Συμβασιούχων με τις πολιτικές των Κυβερνήσεων για αποκλεισμούς από το δικαίωμα της σταθερής εργασίας, για διαιώνιση των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης αλλά και για την εργασιακή και πολιτική ομηρία τους που εξυπηρετεί μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και εργοδοτικά συμφέροντα. Η απόφαση του Δ.Ε.Κ. ελπίζουμε όλοι να συμβάλλει θετικά και υπέρ των Συμβασιούχων στο διαρκή αυτό αγώνα τους που πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την τελική τους δικαίωση.

Στον αγώνα αυτό ελπίδα έδωσε και η μόλις πρόσφατη πανηγυρική αθώωση Δικαστή που δε συμμορφώθηκε με τις αρνητικές για τους συμβασιούχους νομολογιακές υποδείξεις του Αρείου Πάγου:

Συγκεκριμένα με Απόφασή του το Πειθαρχικό Συμβουλίου του Αρείου Πάγου δίνει το δικαίωμα στους δικαστές να παίρνουν αποφάσεις για νομικά θέματα, χωρίς να δεσμεύονται από την τελευταία κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά να ακολουθούν παλαιότερες, ευνοϊκότερες αποφάσεις για θέματα συμβασιούχων.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έθεσε στο αρχείο την υπόθεση του Προέδρου Πρωτοδικών, Νίκου Σαλάτα, συμβούλου του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο οποίος παραπέμφθηκε, επειδή δικαίωσε 25 συμβασιούχους αρχαιολόγους του ΥΠ.ΠΟ., κόντρα στη γνωστή απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου του 2007, με την οποία έμπαινε τέλος στο θέμα των μονιμοποιήσεων χιλιάδων εργαζομένων. Η απόφαση αυτή έκρινε ότι ο δικαστής, όχι μόνο δεν υπέπεσε σε κανένα απολύτως πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά και ότι δεν αποτελεί λόγο πειθαρχικού ελέγχου, το γεγονός ότι η κρίση του ακολουθεί προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία δικαιώνονταν οι συμβασιούχοι και όχι την τελευταία απόφαση του ίδιου δικαστηρίου.

Δημήτρης Περπατάρης

Δικηγόρος – Εργατολόγος

Νομικός Σύμβουλος

Ενωτικού Σωματείου Εργαζομένων Δ.Β.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια: